- λεπτομέριμνος
- λεπτομέριμνοςmeticulousmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεπτομέριμνος — ον (Α) 1. συνεσταλμένος, διακριτικός 2. αυτός που μεριμνά για πράγματα μηδαμινά, ανάξια λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. α μέριμνος, πολυ μέριμνος] … Dictionary of Greek
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek
λεπτομεριμνία — λεπτομεριμνία, ἡ (Α) [λεπτομέριμνος] προσοχή ή μέριμνα για μικρά, μηδαμινά πράγματα … Dictionary of Greek